σκοπευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 … Dictionary of Greek
σκοπευταί — σκοπευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπευτήν — σκοπευτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… … Dictionary of Greek
σκοπευτάς — σκοπευτά̱ς , σκοπευτής masc acc pl σκοπευτά̱ς , σκοπευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блюстель — БЛЮСТЕЛ|Ь (14), Ѧ с. Сторож, блюститель: понеже повелѣниѥмь цр҃кмь. сущеi въ вс(ѣ)хъ градѣхъ. рiмьскыхъ же i гречьскыхъ. ст҃ле съзываеми бѣаху. iны посылах(ɤ). в себе мѣсто. iли еп(с)пы iли м(ѣ)стны˫а кнѩзѩ. i блюстелѩ. КР 1284, 9г; Въ тоу же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
εύσκοπος — (I) εὔσκοπος και έΰσκοπος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά, ο οξυδερκής, ο άγρυπνος («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από μεγάλη απόσταση 3. (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek